της Ελένης Καρασαββίδου

«Το πιο σημαντικό ζήτημα στην λογοτεχνία είναι «πώς» τοποθετείται κανείς απέναντι στον δήμιο», έγραψε ο Γάλλος συγγραφέας Πωλ Γκαντέν. Το ίδιο ισχύει όμως και για τη ζωή, δηλαδή τη σκέψη και τη δράση. Πολύς θόρυβος προκλήθηκε λοιπόν για τον «αλύγιστο και άμεμπτο» στρατηγό Ντερτιλή. Τόσο αλύγιστο και άμεμπτο που θεωρούσε «συμβιβασμένους» τους άλλους χουντικούς, Τόσο αλύγιστο και άμεμπτο όπως όλοι οι «αποκαθαρμένοι ιδεολόγοι» που δεν είχαν την γενναιότητα ποτέ να συνομιλήσουν με μια πραγματικότητα πολύ πιο σύνθετη ώστε ξεπερνούσε επώδυνα τις αλήθειες τους.

Ο Ντερτιλής δεν έκλεψε, και σ’ έναν κόσμο κουρασμένο από κάθε χρώματος μαφίες (που εφευρίσκουν κι από πάνω μονίμως δικαιολογίες κατ’ επίφασην σπουδαίες για τον ατομικό ή συλλογικό «εαυτό» τους) αυτό μοιάζει έως και «ανακουφιστικό». Ο Ντερτιλής δεν συμβιβάστηκε ούτε καν για να πάει στην κηδεία του γιου του, και παρά τις προτάσεις αποφυλάκισης επέλεξε ο ίδιος (κάτι που δεν τονίζεται αρκετά ώστε η ακροδεξιά να μιλά για «εκδικητική δημοκρατία») να παραμείνει στην φυλακή. Και σ’ έναν κόσμο που πλέει μέσα στην συμβιβασμένη και προβεβλημένη μετριότητα, αυτό φαντάζει έως και «φωτεινό». Οι τρόποι δημόσιας πρόσληψης του Ντερτιλή μαρτυρούν όχι πρωταρχικά την τιμή σε αυτό που «υπήρξε», αλλά ακόμη (κάτι τόσο «Βαλκανικό» όπως έχει υποστηριχθεί) περισσότερο την επώδυνη παρουσία μιας απουσίας. Αυτού που δεν μπορέσαμε να γίνουμε εμείς κι όσοι, κι ό,τι πιστέψαμε.

Αλλά μαρτυρούν ακόμη και την κατίσχυση κάποιων αξιών, όσο κι αν κατά περιόδους το περιτύλιγμα της πραγματικότητας έμοιαζε να μας «ξεγελάει». Ο Ντερτιλής λοιπόν θεωρείται μέγα σύμβολο μιας εποχής που οι άντρες είχαν «κοχόνες», κοινώς «απίδια». Που ο καθένας ήξερε την θέση του και που οι ανώτεροι (πχ Έλληνες άνδρες και Χριστιανοί κατά τον ίδιον και τους ομοϊδεάτες του) απαιτούσαν υπακοή και απέδιδαν τιμωρία. Ο πόλος αυτός σκέψης, (που διεισδύει σε όλες τις ιδεολογίες, ας μη γελιόμαστε) πάντα έτοιμος να αηδιάσει με τα νέα κοινωνικά κινήματα και τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, θεωρώντας τις φεμινίστριες, τους ομοφυλόφιλους, τους μαύρους, τους αλλόθρησκους, ακόμη και τους ανάπηρους κλπ ένα λειψό κι επικίνδυνο κι άχρηστο είδος ανθρώπου, υπήρξε πάντα πρόθυμος την ίδια ώρα να καρφώσει την σημαία του (ιεροποιημένη όπως όλα τα απόλυτα φετίχ που εξυψώνονται πάνω και από τη ζωή του ανθρώπου) σε έναν εικονικό φαλλό, το «κοντάρι πάνω στο οποίο φυτεύτηκαν όλες οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες.

Ο «Ντερτιλής» υπήρξε η πεμπτουσία του. Η ακρότητα του ήταν τόση ώστε όταν στη μάχη της Μασούρας στην Κύπρο ο Γρίβας (ακόμη και ο Γρίβας! φανταστείτε τι γινόταν!) του ζήτησε να μην μακελεύει αμάχους, ο Ντερτιλής πυροβόλησε τον ασύρματο και συνέχισε το «έργο» του. Αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν ύβρη ή έλλειψη μέτρου, θεωρούνταν το χειρότερο ελάττωμα της ανθρώπινης δράσης: μια βούληση μεθυσμένη από τον εαυτό της, μια έπαρση που πείθει το άτομο για την παντοδυναμία του, έγραψε ο Τσβετάν Τοντόροφ. Έκανε εκκαθάριση των «αλλόφυλων» κι «αλλόθρησκων» (ανεξάρτητα μάλιστα από ηλικία, φύλο, ιδεολογία ή ικανότητα), διαπράττοντας ένα από εκείνα τα εγκλήματα πολέμου που έδωσαν το δικαίωμα σε λίγα χρόνια στην Άγκυρα να εισβάλλει και στο Time να δημοσιεύσει, μετά την εισβολή, το περίφημο εξώφυλλο όπου αντί να καταγγέλλεται, η Τουρκία αποκαλούνταν «ένα κράτος με απίδια» ακριβώς. Ο κόσμος αποτελείται από ανταγωνιζόμενους Ντερτιλήδες.

Ευτυχώς και δυστυχώς όχι μόνο. Αν ο Ντερτιλής υπήρξε η εθνικιστική πεμπτουσία αυτής της νοοτροπίας, ο Στάλιν υπήρξε η (δήθεν) ταξική. Ο Στάλιν πέθανε με ένα αμπέχωνο. Και οι δυο αρνήθηκαν να κλέψουν. Αλλά σκότωσαν όσους περισσότερους «άχρηστους» για το πλάνο τους μπορούσαν στο εύρος δικαιοδοσίας τους. Μαζί με τον Χίτλερ που τους ξεπέρασε όλους, (η καταγγελία όλων των ολοκληρωτισμών άλλωστε, όταν δεν είναι απολίτικη δεν προχωρά σε χειραγωγιστικές ταυτίσεις «των δυο άκρων» κι αναγνωρίζει τις διαφορές, δίχως να ξεχνά την καταγγελία) υπενθυμίζουν αυτό που ίσχυε όταν ακόμη η καπιταλιστική τίγρη (με τον «υπαρκτό» να κόβει βόλτες απέξω) ήταν στο κλουβί κι ελεγχόταν κάπως. Ότι ο ακάθαρτος θέλει «να φάει», (μέρος του κόπου σου, μέρος απ τα χρήματα σου, μέρος της φύσης «σου») ο «καθαρός» όμως θέλει να «σε» φάει.

Καθαροί κι Ακάθαρτοι

Τα σύνορα της κάθε «εσωομάδας» στις αρχαϊκές κοινωνίες στους «καθαρούς» και στους «ακάθαρτους» στηρίζονταν. Επιβάλλοντας το δικαίωμα μιας σχετικής ηθικής (ποτέ αξεχώριστης από τα συμφέροντα των εξουσιαστών, ποτέ απαγκιστρωμένης από τις ιδεοληψίες των «από κάτω») να απολυτοποιείται. Και μπορεί ο εξοβελισμός απ’ το χωριό να έγινε πυρά κατά των μαγισσών και μετά πάλι εξορία ή πυρά στα κρεματόρια. Αλλά τώρα το άκαθαρτο και το καθαρό, έννοιες σχεδόν ξεπερασμένες, χρησιμοποιούνται για να σκουπίζει τα σαγόνια του ο νέος οικονομικός και ηθικίστικος ολοκληρωτισμός που αν δεν ελεγχθεί, θα φάει τον πλανήτη.

Ο Ντερτιλής πεθαίνει τώρα ακριβώς κι η πρόσληψη του θανάτου του ξεπερνά και παγιώνει την ίδια στιγμή τα προτάγματα «του ολοκληρωτισμού του νέου». Με τις βαθύτατα «μάτσο» (πόσο θεμελιακά ήταν κινήματα όπως το φεμινιστικό λοιπόν για να προσεγγίσουμε το φως αλλά κι ο Φροϋδισμός για ν αποδεχτούμε το σκοτάδι!) ανανεωμένες και πρωτόφαντες»(;) καταγγελίες του για το διαφορετικό που δεν θα αντιμετωπίζεται με τον ορθό λόγο ώστε να συμβάλλει σε μια νέα ισορροπία, μα θα ταυτίζεται με τον σατανά και την τρομοκρατία, κολλώντας το στον τοίχο του «άκρου», επιστρέφοντας σε μια προνεωτερική (προ Διαφωτισμού) εποχή. Και φεύγει ως ήρωας όσων δεν κατανοούν ότι η ηθική δεν περιδιαβαίνει τον κόσμο απεκδυόμενη το όνομά της, ότι δηλαδή έχει πρώτιστα να κάνει με την ηθική ακριβώς και όχι με την ύλη. Ο Ντερτιλής (όπως κι όλοι οι όμοιοι του) δεν έκλεψε (έμεινε στρατιώτης ακόμη κι όταν άλλοι χουντικοί «έκαναν πάρτι») γιατί προσδοκούσε ένα κέρδος πιο επικίνδυνο (όταν απομακρύνεται από την αλληλεγγύη στον «άλλον») από το υλικό: Το ψυχολογικό. Το ίδιο είχα εντοπίσει να λέγεται σε ένα ντοκιμαντέρ για τον μέγιστο ηγέτη της Κου Κλουξ Κλαν που δολοφόνησε μυριάδες δύσμοιρους νέγρους (αφροαμερικάνους): «Ήτανε μέγιστος γιατί είχε απίδια, δεν έκανε μακακίες». Έτσι κι η βαθύτατα ανήθικη αποδοχή του από «ηθικούς» που γίνεται στη βάση μιας «ηθικής» που αντιδιαστέλλεται στους «πολιτικούς κλέφτες» αλλά παραδίδεται στους δολοφόνους: «Αλήτες προδότες πολιτικοί» ούρλιαζαν με μίσος τσουβαλιάζοντας τους πιο ετερόκλητους ανθρώπους στην κηδεία του οι οπαδοί του. Όλοι οι στρατιωτικοί καλοί, όλοι οι αριστεροί ή φιλελεύθεροι κακοί. Ο κόσμος τους δεν είναι διάτρητος. Είναι συμπαγής. Σαν Θάνατος.

«Μήπως η εισβολή του αιώνιου θανάτου είναι λιγότερο βαριά από την αιώνια πλήξη;» θα αναρωτηθεί ο τραγικός Βασίλι Γκρόσμαν στην «Καπέλα Σιξτίνα». Το ερώτημα μένει ανοιχτό, (όπως κι οι δυνατότητες μας για το καλό ή το κακό) πλην όμως, εξακολουθεί να απαιτεί μια απάντηση που δεν μπορεί να αγνοεί ούτε τον εαυτό μας αλλά ούτε τον «Άχρηστο Άλλον»:

Υπάρχει ένας Κινέζικος μύθος για την μικρή (γι’ αυτό τεράστια) διαφορά που χωρίζει την Κόλαση από τον Παράδεισο. Κάποτε ένας μαθητής ρώτησε τον δάσκαλο του: «Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Παράδεισο και στην Κόλαση;» Ο δάσκαλος του απάντησε: «Πολύ μικρή, ωστόσο έχει μεγάλες συνέπειες. Έλα θα σου δείξω την Κόλαση»… Μπήκαν σε ένα δωμάτιο, όπου μια ομάδα ανθρώπων καθόταν γύρω από μια τεράστια χύτρα γεμάτη ρύζι. Όλοι όμως έμοιαζαν απελπιστικά πεινασμένοι. Ο καθένας είχε από ένα παράξενο κουτάλι που το κρατούσε από την άκρη με προσοχή κι έφτανε ως τη χύτρα, κάθε κουτάλι, όμως, είχε τόσο μακρύ χερούλι που δεν μπορούσαν να το φέρουν στο στόμα του. Η πείνα και η ταλαιπωρία ήταν φοβερή. -«Έλα» είπε μετά ο δάσκαλος. «Τώρα θα σε πάω στον Παράδεισο». Μπήκαν σε ένα άλλο δωμάτιο, πανομοιότυπο με το πρώτο, υπήρχε η ίδια χύτρα ρυζιού, οι ίδιοι άνθρωποι και τα ίδια περίεργα κουτάλια. Εκεί όμως όλοι έμοιαζαν πραγματικά ευτυχισμένοι. -«Δεν καταλαβαίνω» είπε ο μαθητής. «Γιατί εδώ είναι όλοι ευτυχισμένοι, ενώ στο άλλο δωμάτιο είναι τόσο δυστυχισμένοι, τη στιγμή που όλα είναι ίδια και πανομοιότυπα;» Ο δάσκαλος χαμογέλασε και απάντησε: «Εδώ, έμαθαν να ταΐζουν ο ένας τον άλλον».

Τελικά, «το πιο σημαντικό ζήτημα στη ζωή είναι πώς τοποθετείται κανείς απέναντι στον δήμιο». Κι όπως σωστά έχει γραφτεί τιμώντας το πολύχρωμο της αληθινής ζωής, μόνο αν είσαι διάτρητος μπορεί να σε διαπεράσει το Φως.